- άβρομος
- (I)ἄβρομος, -ον (Α)θορυβώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- αθροιστ. + βρόμος (= θόρυβος)].————————(II)ἄβρομος, -ον (Α)αθόρυβος, ήσυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + βρόμος (= θόρυβος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄβρομος — joining in a shout masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρομον — ἄβρομος joining in a shout masc/fem acc sg ἄβρομος joining in a shout neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρομα — ἄβρομος joining in a shout neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρομοι — ἄβρομος joining in a shout masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
ἅβρομοι — ἄβρομοι , ἄβρομος joining in a shout masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)